-
1 ομελέτα
[омелета] ουσ. Θ. яичница, омлет.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ομελέτα
-
2 омлет
-
3 яичница
яичница ж τα αβγά τηγανητά; τα αβγά ομελέτα (омлет) · \яичница-глазунья τα αβγά μάτια* * *жτα αβγά τηγανητά; τα αβγά ομελέτα ( омлет)яи́чница-глазу́нья — τα αβγά μάτια
-
4 омлет
омлетм ἡ ὁμελέτα, τό σφουγγατο. -
5 омлет
-а α.ομελέτα, σφουγγάτο.
См. также в других словарях:
ομελέτα — η έδεσμα που παρασκευάζεται από χτυπητά αβγά τηγανισμένα με λάδι ή βούτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. omelette < αρχ. γαλλ. omelette, άλλη μορφή του alumelle «μικρή λάμα» < αρχ. γαλλ. lemelle < λατ. lamella «μικρό μεταλλικό πιάτο»] … Dictionary of Greek
ομελέτα — η (λ. γαλλ.), φαγητό με χτυπητά αβγά τηγανισμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λειριοπολφανεμώνη — λειριοπολφανεμώνη, ἡ (Α) (κωμ. σύνθ.) ομελέτα παρασκευασμένη από κρίνα, πολφούς και ανεμώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λείριον + πολφός + ἀνεμώνη] … Dictionary of Greek
σφουγγάτο — το / σφουγγᾱτον, ΝΜ και σφογγάτο Ν και σφογγᾱττον Μ ομελέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφόγγος/ σπόγγος + κατάλ. άτο (πρβλ. λεμον άτο). Ο νεοελλ. τ. σφουγγάτο με κώφωση τού /ο/ σε /u/, πρβλ. κώδων: κουδούνι] … Dictionary of Greek
σφουγγάτο — το και σφογγάτο, το ομελέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)